νέος

νέος
νέος, νέα, [dialect] Ion. νέη, νέον; [dialect] Ion. [full] νεῖος (q.v.): [fem. νέας as monosyll., A.Th.327 (lyr.); [var] contr. fem.
A

νῆ Xenoph.42

(= Ar.Fr.9), Eugaeon (?) 1]:
1 young, youthful (of children, youths, and of men at least as old as 30, v. X.Mem.1.2.35),

ν. πάϊς Od.4.665

;

κοῦροι ν. Il.13.95

;

ν. ἀνήρ 23.589

: alone,

νέοι

youths,

1.463

, Hes.Sc.281, etc.: later mostly with Art.,

οἱ νέοι Ar.Nu.1059

, etc.: prov., ὁ ν. ἔσται ν. 'boys will be boys', Lib.Ep.910.3; οἱ ν., corporately organized, SIG831.8 (Pergam., ii A.D.), etc.; opp. ἔφηβοι, παῖδες, ib.589.38 (Magn.Mae., ii B.C.): opp.

γέρων, ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες Il.2.789

, etc.;

ἢ ν. ἠὲ παλαιός 14.108

, cf. Od.1.395, etc.; opp. γεραίτερος, 3.24; opp. προγενέστερος, 2.29; opp. γεραιός, X.Lac.1.7; εὐθὺς ἐκ νέου ἐθίζειν from youth upwards, Pl.Grg.510d, etc.;

ἐκ νέων παίδων Id.Lg.887d

;

ἐκ νέων ἐθίζεσθαι Arist.EN1103b24

; ἐκ νέας (sc. ψυχῆς) Pl.R.409a; τὸ ν., = νεότης, youth (in the abstract), S.OC1229 (lyr.), E.Ion545: also in concrete sense, τὸ ν. ἅπαν all young creatures, Pl.Lg.653d;

οὐ δύναται τὸ ν. ἡσυχάζειν Arist.Pol.1340b29

;

σκιρτητικὸν τὸ ν. Corn. ND20

; also, of minors,

νέου ὄντος ἔτι Th.1.107

; cf. νεώτερος.
b rarely of animals and plants, ὄρπηκες, ἔρνος, Il.21.38, Od.6.163;

οἱ ν. τῶν νεβρῶν X.Cyn.9.8

.
2 suited to a youth, youthful,

ἄεθλοι Pi.O.2.43

;

ν. θράσος A.Pers.744

(troch.); ν. φροντίς youthful spirits, E.Med.48;

νέαις ταῖς διανοίαις χρωμένους Lys.24.16

; of persons,

ἄφρων νέος τε E.IA489

, cf. Pl.R.378a;

ν. τε καὶ ὀξύς Id.Grg.463e

(but

διαφέρει οὐδὲν ν. τὴν ἡλικίαν ἢ τὸ ἦθος νεαρός Arist.EN1095a6

).
II new, fresh,

ν. θάλαμος Il.17.36

;

ν. ἄλγος 6.462

;

νέῳ . . κόλλοπι Od.21.407

(this sense elsewh. in Hom. only in Adv. νέον, v. infr.);

λίνον Alc.15

(dub.);

πόνοι . . νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς A.Th.740

(lyr.), etc.;

οἶνος ν. Ar.Pax916

;

ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ ν. [μέλη] εὐδοκιμεῖ X.Cyr.1.6.38

; ἡ ν. (sc. σελήνη) the new moon, esp. in phrase ἕνη καὶ νέα, v. ἕνος 2; but μηνὸς τῇ ν. (sc. ἡμέρᾳ) on the first day of the month, Pl.Lg.849b;

ν. ἦμαρ A.R.4.1479

: in this sense rarely of persons,

ὁ ν. ταγὸς μακάρων A.Pr.96

(anap.), cf. Ar. Pl.960;

οἱ ν. θεοί A.Eu.721

; cf. νεώτερος.
2 of events, etc., new, with collat. notion of unexpected, strange, untoward, evil, τί ν.; Id.Ag.85 (anap.);

προσδοκῶ τι γὰρ ν. E.Supp.99

; μῶν τι βουλεύῃ ν.; S.Ph.1229, cf. 554, E.Hipp.794, Ba.362. Th.5.50
. etc.:

ἀπροσδοκήτους καὶ ν. λόγους A.Supp.712

;

καινὰ ν. τ' ἄχη Id.Pers.665

(lyr.): this sense is more common in [comp] Comp., v. νεώτερος.
III neut. νέον as Adv. of Time, lately, just now, opp. both to distant past and present,

παῖδα ν. γεγαῶτα Od.19.400

, cf. Il.3.394
;

ν. κρατεῖν A.Pr. 35

,955, etc.: also used Adverbially with the Art., καὶ τὸ πάλαι (v.l. παλαιόν)

καὶ τὸ ν. Hdt.9.26

: in Prose νεωστί (q.v.): rarely [comp] Comp. Adv. νεωτέρως, Pl.Lg.907c: [comp] Sup.

νεώτατα

most recently,

Th.1.7

; also ἐκ νέας, [dialect] Ion. αὖτις ἐκ νέης, anew, afresh, Hdt.1.60, 5.116.
IV. the degrees of [comp] Comp. are νεώτερος, νεώτατος, v. νεώτερος: νεαίτερος is corrupt for νεαίρετος in A.Fr.330. (νέϝος (in νεϝόστατος, q.v.), cf. Skt. návas, Lat. novus, etc.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νέος, -α, -ο — και νιος, νια, νιο 1. αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο, καινούριος: Νέος χρόνος. 2. ο μικρός στην ηλικία, ο νεαρός: Είναιακόμη πολύ νέος. 3. αυτός που αντικατέστησε άλλον: Μας ήρθε νέος γυμνασιάρχης. 4. παράξενος, ασυνήθιστος: Νέες ιδέες, νέα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νέος — young masc nom sg νέος young masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεός — νεός, ἡ (Α) βλ. νειός …   Dictionary of Greek

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Μαρμαράς — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής του ομώνυμου νομού. Μερική άποψη του οικισμού Νέος Μαρμαράς, στον νομό Χαλκιδικής …   Dictionary of Greek

  • Νέος Παντελεήμων — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Γενική άποψη του οικισμού Νέος Παντελεήμων, στν νομό Πιερίας …   Dictionary of Greek

  • Νέος Μαρμαράς — Sp Nèos Marmãras Ap Νέος Μαρμαράς/Neos Marmaras L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέος Σκοπός — Sp Nèos Skòpas Ap Νέος Σκοπός/Neos Skopos L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • νεός — ναῦς ship fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέος Αιών — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1882. 2. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1891 με έδρα τη Ζάκυνθο. 3. Ημερήσια εφημερίδα (1900 1908). Ιδρύθηκε από τον Α. Μεταξά με έδρα την Πάτρα. 4. Εβδομαδιαία εφημερίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”